Η μέση ηλικία στην οποία οι γυναίκες αποκτούν το πρώτο τους παιδί έχει αυξηθεί σημαντικά στις δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, τα τελευταία 40 χρόνια. Παράγοντες όπως η εκπαίδευση και η επαγγελματική πορεία παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη. Μια νέα μελέτη από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο δείχνει ότι οι γυναίκες που γίνονται μητέρες για πρώτη φορά σε μεγαλύτερη ηλικία ενδέχεται να αυξάνουν τις πιθανότητες να ζήσουν μέχρι τα 90 τους χρόνια.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο American Journal of Public Health, είναι η πρώτη που εξετάζει τη συσχέτιση ανάμεσα στην ηλικία της πρώτης γέννας και τη μακροβιότητα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο η ηλικία της γυναίκας κατά την πρώτη εγκυμοσύνη όσο και ο συνολικός αριθμός κυήσεων σχετίζονται με την πιθανότητα να φτάσει κανείς τα 90.
Η ηλικία της μητέρας και ο αριθμός των παιδιών συνδέονται με τη μακροβιότητα
«Διαπιστώσαμε ότι οι γυναίκες που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί σε ηλικία 25 ετών και άνω είχαν αυξημένες πιθανότητες να φτάσουν τα 90», ανέφερε ο Dr. Aladdin Shadyab, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και ερευνητής στο Τμήμα Οικογενειακής Ιατρικής και Δημόσιας Υγείας της Ιατρικής Σχολής του UC San Diego. «Επιπλέον, οι γυναίκες που είχαν από δύο έως τέσσερις κυήσεις, σε σύγκριση με μία, παρουσίαζαν μεγαλύτερη πιθανότητα να ζήσουν τουλάχιστον εννέα δεκαετίες».
Από τις περίπου 20.000 γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη, το 54% έφτασε στην ηλικία των 90 ετών. Οι συμμετέχουσες ήταν μέρος της μεγάλης εθνικής μελέτης Women’s Health Initiative (WHI), η οποία ξεκίνησε το 1991 και διήρκεσε 21 χρόνια.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι γυναίκες που έζησαν μέχρι τα 90 ήταν πιο πιθανό να έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση, να είναι παντρεμένες, να διαθέτουν υψηλότερο εισόδημα και να μην πάσχουν από παχυσαρκία ή χρόνιες παθήσεις.
«Τα ευρήματά μας δεν σημαίνουν ότι οι γυναίκες θα πρέπει να καθυστερούν την απόκτηση παιδιού, καθώς η αύξηση της ηλικίας της μητέρας συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών στην εγκυμοσύνη, όπως ο διαβήτης κύησης και η υπέρταση», διευκρίνισε ο Shadyab. «Είναι πιθανό ότι το γεγονός πως μια γυναίκα καταφέρνει να φέρει εις πέρας μια εγκυμοσύνη σε μεγαλύτερη ηλικία να υποδηλώνει καλή γενική υγεία, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τη σύνδεση με τη μακροβιότητα. Επιπλέον, δεν αποκλείεται οι γυναίκες που τεκνοποιούν σε μεγαλύτερη ηλικία να προέρχονται από υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, κάτι που ενδέχεται επίσης να συμβάλλει στη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής».
Ο Shadyab τόνισε ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα οι κοινωνικοί παράγοντες που μπορεί να εξηγούν τη σχέση ανάμεσα στην ηλικία της πρώτης γέννας και τη μακροζωία.
«Τα ευρήματά μας έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία», υπογράμμισε. «Ελπίζουμε ότι τα αποτελέσματα αυτά θα αποτελέσουν τη βάση για μελλοντικές παρεμβάσεις, με στόχο τη στήριξη των γυναικών που βρίσκονται στο στάδιο προγραμματισμού εγκυμοσύνης ή οικογενειακού προγραμματισμού, ώστε να ενισχυθεί η μακροπρόθεσμη υγεία και μακροβιότητά τους».