Οι άνθρωποι που ακολούθησαν μια διατροφή με ελάχιστα επεξεργασμένες τροφές έχασαν διπλάσιο βάρος σε σχέση με όσους κατανάλωναν υπερεπεξεργασμένες τροφές, σύμφωνα με νέα τυχαιοποιημένη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Medicine.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε δύο ομάδες, στις οποίες παρείχαν τα γεύματα. Και στις δύο ομάδες, τα γεύματα περιείχαν περισσότερες θερμίδες από όσες χρειάζονταν και οι συμμετέχοντες είχαν οδηγία να τρώνε όσο ήθελαν. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στις δύο διατροφές ήταν το ποσοστό επεξεργασμένων τροφών που περιείχαν.
Ποιοι έχασαν περισσότερο βάρος
Η ομάδα που κατανάλωνε ελάχιστα επεξεργασμένες τροφές έχασε διπλάσιο βάρος σε σύγκριση με εκείνους που κατανάλωναν υπερεπεξεργασμένες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η μειωμένη κατανάλωση επεξεργασμένων τροφών μπορεί να βοηθήσει πιο αποτελεσματικά στη διατήρηση ενός υγιούς βάρους.
Οι συμμετέχοντες που έτρωγαν ελάχιστα επεξεργασμένες τροφές κατανάλωναν κατά μέσο όρο 289,9 λιγότερες θερμίδες την ημέρα και έχασαν περίπου το 2% του σωματικού τους βάρους. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια έως και 13% στους άνδρες και 9% στις γυναίκες μέσα σε ένα έτος.
Αντίθετα, όσοι κατανάλωναν υπερεπεξεργασμένες τροφές περιόρισαν την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων σε μικρότερο βαθμό, κατά 119,5 θερμίδες, και έχασαν περίπου το 1% του βάρους τους στη διάρκεια της μελέτης.
Λιγότερο επεξεργασμένες τροφές, λιγότερες λιγούρες, μεγαλύτερη απώλεια βάρους
Στην αρχή, οι συγγραφείς της μελέτης έκαναν εκτενείς εξετάσεις στους 55 συμμετέχοντες, καταγράφοντας ένα πλήρες σετ δεικτών υγείας.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες (ελάχιστα επεξεργασμένων ή υπερεπεξεργασμένων τροφών) και ακολούθησαν το αντίστοιχο διατροφικό πρόγραμμα για 8 εβδομάδες.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν τακτικά ερωτηματολόγια όπου ανέφεραν τις λιγούρες τους.
Όσοι ακολούθησαν διατροφή με λιγότερο επεξεργασμένες τροφές δήλωσαν ότι μπορούσαν πιο εύκολα να αντισταθούν στις λιγούρες, κάτι που αντανακλάται και στη μεγαλύτερη απώλεια βάρους.
Μετά τις οκτώ εβδομάδες, υπήρξε «περίοδος απομάκρυνσης» 4 εβδομάδων όπου οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στη συνηθισμένη τους διατροφή. Έπειτα ακολούθησαν δύο εβδομάδες νέων εξετάσεων και στη συνέχεια οι ομάδες αντάλλαξαν ρόλους για άλλες οκτώ εβδομάδες. Στο τέλος, οι ερευνητές μέτρησαν ξανά όλους τους δείκτες υγείας.
Η διαιτολόγος Michelle Routhenstein, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, πιστεύει ότι και οι δύο ομάδες έχασαν βάρος επειδή ακολούθησαν πιο προσεγμένη και ισορροπημένη διατροφή.
«Μια διατροφή πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, όπως αυτή που προτείνουν οι βρετανικές οδηγίες, στηρίζει τον έλεγχο του βάρους, τη μεταβολική λειτουργία, την καρδιαγγειακή υγεία και τη γήρανση με υγεία», είπε η ίδια στο Medical News Today.
Ο Dr. Mir Ali, ιατρικός διευθυντής στο MemorialCare Surgical Weight Loss Center στην Καλιφόρνια, πρόσθεσε ότι το κλειδί για τις περισσότερες επιτυχημένες δίαιτες είναι η μείωση υδατανθράκων και σακχάρων, με έμφαση στις πρωτεΐνες και τα λαχανικά που δεν περιέχουν άμυλο. «Έτσι, το σώμα καίει πιο αποτελεσματικά το λίπος», τόνισε.
Παράλληλα, τόσο ο Ali όσο και η Routhenstein υπογράμμισαν ότι δεν είναι όλες οι υπερεπεξεργασμένες τροφές ίδιες και η ποιότητα κάθε τροφής ξεχωριστά έχει σημασία. Ενδεικτικά, ο Ali ανέφερε ότι κάποια διατροφικά σέικ μπορεί να βοηθήσουν στην απώλεια βάρους, εφόσον έχουν σωστή σύσταση. Για παράδειγμα, σέικ χαμηλά σε ζάχαρη και πλούσια σε πρωτεΐνη μπορεί να είναι ωφέλιμα, ενώ τα υπερεπεξεργασμένα σέικ με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη δεν συμβάλλουν στην απώλεια κιλών.