Μια μεγάλη μελέτη της UK Biobank έδειξε ότι η αυξημένη κατανάλωση τόσο ζαχαρούχων αναψυκτικών όσο και αναψυκτικών διαίτης συνδέεται με σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης λιπώδους νόσου του ήπατος που σχετίζεται με μεταβολική δυσλειτουργία.
Μάλιστα, τα αναψυκτικά διαίτης φάνηκαν να συνδέονται με ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο για τη νόσο, ακόμη και όταν η κατανάλωση περιοριζόταν σε ένα μόνο κουτάκι την ημέρα.
«Τα ευρήματα αυτά αμφισβητούν την κοινή αντίληψη ότι τα αναψυκτικά διαίτης είναι ακίνδυνα και δείχνουν ότι πρέπει να επανεξεταστεί ο ρόλος τους στη διατροφή και την υγεία του ήπατος, ειδικά καθώς η λιπώδης νόσος του ήπατος εξελίσσεται σε παγκόσμιο πρόβλημα», ανέφερε η Lihe Liu, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Γαστρεντερολογίας του Πανεπιστημίου Soochow στην Κίνα.
Η Liu παρουσίασε τα ευρήματα στο συνέδριο United European Gastroenterology (UEG) Week 2025, που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο.
Η λιπώδης νόσος του ήπατος που σχετίζεται με μεταβολική δυσλειτουργία επηρεάζει περίπου το 38% του παγκόσμιου πληθυσμού και αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες κίρρωσης, καρκίνου του ήπατος και ηπατικών θανάτων. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής παραμένουν «ακρογωνιαίος λίθος» της αντιμετώπισης, ενώ οι οδηγίες ήδη συνιστούν την αποφυγή ζαχαρούχων ποτών. Ωστόσο, τα δεδομένα για τα αναψυκτικά διαίτης παραμένουν περιορισμένα, όπως εξήγησε η ερευνήτρια.
Για να διερευνήσουν το ζήτημα, οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από 123.788 άτομα της UK Biobank χωρίς προϋπάρχουσα ηπατική νόσο, τα οποία παρακολουθήθηκαν για περίπου 10 χρόνια. Η κατανάλωση ποτών εκτιμήθηκε μέσα από επαναλαμβανόμενα 24ωρα διατροφικά ερωτηματολόγια, όπου οι συμμετέχοντες απαντούσαν στην ερώτηση: «Πόσα ποτήρια, κουτάκια ή συσκευασίες των 250 mL (περίπου 250 γρ.) ζαχαρούχων ή αναψυκτικών διαίτης ήπιατε χθες;».
Με βάση τον μέσο όρο των απαντήσεων, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: καμία κατανάλωση, κατανάλωση έως μίας μερίδας ημερησίως και κατανάλωση άνω της μίας μερίδας ημερησίως.
Ο κύριος δείκτης που εξετάστηκε ήταν η εμφάνιση λιπώδους νόσου του ήπατος, ενώ δευτερεύοντα αποτελέσματα περιλάμβαναν τη θνησιμότητα από ηπατικά αίτια και το ποσοστό λίπους στο συκώτι (όπως μετρήθηκε μέσω μαγνητικής τομογραφίας).
Σε πλήρως προσαρμοσμένο μοντέλο, η καθημερινή κατανάλωση άνω της μίας μερίδας αναψυκτικών διαίτης συνδέθηκε με 60% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, ενώ η αντίστοιχη κατανάλωση ζαχαρούχων αναψυκτικών αύξανε τον κίνδυνο κατά 50%.
Επιπλέον, η αυξημένη κατανάλωση αναψυκτικών διαίτης συνδέθηκε και με μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρών ηπατικών επιπλοκών, κάτι που δεν παρατηρήθηκε για τα ζαχαρούχα αναψυκτικά μετά την προσαρμογή των στοιχείων.
Καμία από τις δύο κατηγορίες ποτών δεν φάνηκε να επηρεάζει τη συνολική θνησιμότητα.
Όταν όμως τα ποτά αυτά αντικαθίσταντο με νερό, ο κίνδυνος για λιπώδη νόσο του ήπατος μειωνόταν κατά 12,8% για τα ζαχαρούχα και κατά 15,2% για τα αναψυκτικά διαίτης, σύμφωνα με τη Liu.
Και τα δύο είδη αναψυκτικών συνδέθηκαν επίσης με αυξημένα επίπεδα λίπους στο ήπαρ: η κατανάλωση άνω της μίας μερίδας την ημέρα σχετιζόταν με περίπου 5% (για τα ζαχαρούχα) και 7% (για τα αναψυκτικά διαίτης) υψηλότερα ποσοστά ηπατικού λίπους, σε σύγκριση με τη μη κατανάλωση.
«Η υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη μπορεί να προκαλέσει απότομες αυξήσεις του σακχάρου και της ινσουλίνης, να προάγει την αύξηση βάρους και να αυξήσει τα επίπεδα ουρικού οξέος, παράγοντες που οδηγούν σε συσσώρευση λίπους στο συκώτι. Από την άλλη, τα αναψυκτικά διαίτης μπορεί να επηρεάζουν το ήπαρ μέσω αλλαγών στο μικροβίωμα του εντέρου, διαταραχής του αισθήματος κορεσμού, ενίσχυσης της επιθυμίας για γλυκά και ακόμη και διέγερσης της έκκρισης ινσουλίνης», εξήγησε η Liu.
«Η ασφαλέστερη επιλογή είναι να περιορίσετε και τα δύο είδη αναψυκτικών. Το νερό παραμένει η καλύτερη λύση: δεν επιβαρύνει τον μεταβολισμό και προλαμβάνει τη συσσώρευση λίπους στο συκώτι, ενώ ταυτόχρονα ενυδατώνει τον οργανισμό», πρόσθεσε.
Ο Sujit V. Janardhan, MD, PhD, διευθυντής του προγράμματος λιπώδους νόσου του ήπατος στο Rush University Medical Center του Σικάγο, σχολίασε ότι τα ευρήματα «σίγουρα θα πρέπει να κάνουν το κοινό να ξανασκεφτεί την ιδέα πως τα αναψυκτικά διαίτης ή χωρίς ζάχαρη είναι πιο υγιεινά από τα ζαχαρούχα».
Ωστόσο, τόνισε ότι είναι «σημαντικό να διασφαλιστεί πως έχουν ληφθεί υπόψη όλοι οι συγχυτικοί παράγοντες σε αυτή τη μεγάλη μελέτη».
«Πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ποιοι άλλοι παράγοντες υπήρχαν σε όσους κατανάλωναν περισσότερα αναψυκτικά διαίτης», ανέφερε στο Medscape Medical News.
«Για παράδειγμα, είναι πιθανό όσοι στράφηκαν στα αναψυκτικά διαίτης να είχαν ήδη καρδιαγγειακούς ή μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου και αυτές οι συννοσηρότητες να ευθύνονται για τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λιπώδους νόσου του ήπατος και ηπατικής θνησιμότητας. Αν υπάρχει ένα μήνυμα που προκύπτει ξεκάθαρα από τη μελέτη, είναι ότι όσοι αντικατέστησαν τα αναψυκτικά με νερό είχαν χαμηλότερο κίνδυνο για τη νόσο», σημείωσε.