Για δεκαετίες, οι 19°C θεωρούνταν ο «χρυσός κανόνας» για οικονομική θέρμανση των κατοικιών, κυρίως ως απόηχος της ενεργειακής κρίσης της δεκαετίας του 1970 και όχι βάσει επιστημονικών δεδομένων. Σήμερα, ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα στους τομείς της ενέργειας, της μόνωσης και της δημόσιας υγείας αναθεωρεί αυτό το όριο, προτείνοντας ελαφρώς υψηλότερες θερμοκρασίες.
Όπως αναφέρει το Homebuilding, οι ειδικοί εξήγησαν ότι η παλιά προσέγγιση δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σημερινές συνθήκες. Τα σύγχρονα σπίτια διαθέτουν καλύτερη μόνωση, προηγμένα συστήματα θέρμανσης και πιο ακριβή έλεγχο θερμοκρασίας. Ως αποτέλεσμα, οι 19°C συχνά δεν επαρκούν για να διατηρηθούν υγιεινές και ενεργειακά αποδοτικές συνθήκες.
Ποια είναι η ιδανική θερμοκρασία για το σπίτι
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συστήνει η θερμοκρασία να μην πέφτει κάτω από τους 18°C, καθώς χαμηλότερες τιμές αυξάνουν τον κίνδυνο αναπνευστικών και καρδιαγγειακών προβλημάτων, ιδιαίτερα για τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Επιπλέον, νεότερες κατευθυντήριες οδηγίες, όπως εκείνες της Ουαλικής Κυβέρνησης, προτείνουν 21°C στους κύριους χώρους και 18°C στα υπόλοιπα δωμάτια για αρκετές ώρες την ημέρα. Το σκεπτικό είναι ότι οι σταθερές θερμοκρασίες μειώνουν την πιθανότητα υγρασίας και μούχλας, η οποία προκαλεί τόσο σοβαρά προβλήματα υγείας όσο και αόρατες δομικές ζημιές.
Παράλληλα, νέα στοιχεία αμφισβητούν την ιδέα ότι «όσο χαμηλότερος ο θερμοστάτης, τόσο μεγαλύτερη η εξοικονόμηση». Όταν μια κατοικία επιτρέπεται να κρυώσει υπερβολικά, το σύστημα θέρμανσης χρειάζεται πολύ περισσότερη ενέργεια για να επαναφέρει τη θερμοκρασία, καταναλώνοντας συχνά περισσότερο καύσιμο από ό,τι εάν διατηρούσε μια σταθερή, λίγο υψηλότερη θερμοκρασία.
Σε αυτό συμβάλλουν και τα εργαλεία ακριβούς ελέγχου, όπως οι θερμοστατικές βαλβίδες (TRVs), οι οποίες επιτρέπουν διαφορετικές θερμοκρασίες ανά δωμάτιο, μειώνοντας τα κρύα σημεία και ελαχιστοποιώντας τη σπατάλη ενέργειας. Οι έξυπνοι θερμοστάτες και τα αυτοματοποιημένα συστήματα θέρμανσης προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία, μαθαίνοντας τις συνήθειες των κατοίκων και αποτρέποντας τη θέρμανση άδειων χώρων.
Το κείμενο υπογραμμίζει επίσης τις επιπτώσεις του κρύου στην ανθρώπινη υγεία: η παρατεταμένη έκθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες συνδέεται με αυξημένες λοιμώξεις, καρδιαγγειακή καταπόνηση και προβλήματα υγρασίας. Οι ειδικοί προτείνουν πρόσθετες πρακτικές, όπως σύντομο αερισμό, καλύτερη μόνωση και στεγανοποίηση χαραμάδων.
Συνολικά, βρισκόμαστε μπροστά σε μια «αθόρυβη» αλλά ουσιαστική αλλαγή. Το παλιό, ενιαίο πρότυπο των 19°C δίνει τη θέση του σε μια πιο δυναμική, βασισμένη σε δεδομένα προσέγγιση: σταθερές θερμοκρασίες γύρω στους 20–21°C είναι συχνά πιο υγιεινές και πιο αποδοτικές ενεργειακά. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, της μόνωσης και των νέων προτύπων, η θέρμανση στα σύγχρονα σπίτια κινείται πλέον προς ένα νέο σημείο ισορροπίας όπου άνεση και αποδοτικότητα συμβαδίζουν.








