Σε ενημέρωση για τα παγκόσμια ζητήματα υγείας που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, δήλωσε ότι περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι στη Γάζα χρειάζονται πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Όπως τόνισε ο ίδιος, για τους ανθρώπους στη Γάζα η καταστροφή δεν ήταν μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική.
Τι είπε ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ
«Η εκεχειρία που ανακοινώθηκε στη Γάζα πριν από δύο εβδομάδες είναι εύθραυστη και έχει παραβιαστεί, όμως εξακολουθεί να τηρείται, κάτι που είναι πολύ θετικό. Καλωσορίζουμε την επιστροφή των ομήρων, την απελευθέρωση κρατουμένων, τη μείωση της βίας και την αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ωστόσο, η κρίση απέχει πολύ από το να τελειώσει και οι ανάγκες είναι τεράστιες. Πάνω από 170.000 άνθρωποι έχουν τραυματιστεί στη Γάζα, ανάμεσά τους περισσότεροι από 5.000 ακρωτηριασμένοι και 3.600 με σοβαρά εγκαύματα. Τουλάχιστον 42.000 άτομα χρειάζονται μακροχρόνια αποκατάσταση, ενώ κάθε μήνα 4.000 γυναίκες γεννούν κάτω από εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες. Η πείνα και οι ασθένειες δεν έχουν σταματήσει, και οι ζωές των παιδιών εξακολουθούν να απειλούνται
Η καταστροφή δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι χρειάζονται ψυχιατρική φροντίδα. Οι ανάγκες για υπηρεσίες υγείας είναι τεράστιες, όμως μεγάλο μέρος του συστήματος έχει καταστραφεί ή υποστεί σοβαρή ζημιά. Δεν υπάρχουν πλήρως λειτουργικά νοσοκομεία στη Γάζα και μόνο 14 από τα 36 λειτουργούν μερικώς. Οι ελλείψεις σε φάρμακα, εξοπλισμό και προσωπικό είναι κρίσιμες.
Από τότε που τέθηκε σε ισχύ η εκεχειρία, ο ΟΗΕ έχει στείλει περισσότερες ιατρικές προμήθειες στα νοσοκομεία, έχει αναπτύξει επιπλέον ομάδες επειγόντων περιστατικών και έχει ενισχύσει τις ιατρικές εκκενώσεις».
Άδεια εξόδου από τη Γάζα για τους Παλαιστινίους που χρειάζονται περίθαλψη ζητά ο ΠΟΥ
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας απηύθυνε την Παρασκευή έκκληση να επιτραπεί σε χιλιάδες ανθρώπους που χρειάζονται επειγόντως ιατρική περίθαλψη να φύγουν από τη Γάζα, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο «θα άλλαζε τα δεδομένα», σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP).
Ο ΠΟΥ έχει υποστηρίξει την εκκένωση σχεδόν 7.800 ασθενών από τη Λωρίδα της Γάζας από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος με το Ισραήλ πριν από δύο χρόνια, ενώ εκτιμά ότι περίπου 15.000 άνθρωποι χρειάζονται αυτή τη στιγμή θεραπεία εκτός παλαιστινιακών εδαφών. Ωστόσο, η εκεχειρία που μεσολαβήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τέθηκε σε ισχύ στις 10 Οκτωβρίου δεν έχει επιταχύνει τη διαδικασία. Από τότε, ο ΠΟΥ έχει καταφέρει να απομακρύνει μόλις 41 ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση.
Ο Ρικ Πίπερκορν, εκπρόσωπος του ΠΟΥ στα παλαιστινιακά εδάφη, κάλεσε να ανοίξουν όλα τα περάσματα από τη Γάζα προς το Ισραήλ και την Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, όχι μόνο για την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας αλλά και για ιατρικές εκκενώσεις.
«Όλοι οι ιατρικοί διάδρομοι πρέπει να ανοίξουν», είπε, αναφερόμενος κυρίως στα νοσοκομεία της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, όπως συνέβαινε πριν από τον πόλεμο.: Είναι ζωτικής σημασίας και η πιο αποδοτική λύση. Αν αυτός ο δίαυλος ανοίξει, θα αποτελέσει πραγματικά σημείο καμπής».
Μιλώντας μέσω βιντεοσύνδεσης από την Ιερουσαλήμ, ο ίδιος είπε σε δημοσιογράφους στη Γενεύη ότι έχουν προγραμματιστεί δύο εκκενώσεις για την επόμενη εβδομάδα, αλλά ο ίδιος θα ήθελε να πραγματοποιούνται καθημερινά και υπογράμμισε ότι ο ΠΟΥ είναι έτοιμος να μεταφέρει «τουλάχιστον 50 ασθενείς την ημέρα».
Όπως αποκάλυψε, με τους σημερινούς ρυθμούς, η εκκένωση των 15.000 ανθρώπων που χρειάζονται θεραπεία (μεταξύ αυτών 4.000 παιδιά) θα διαρκούσε σχεδόν μία δεκαετία.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, περισσότεροι από 700 άνθρωποι έχουν πεθάνει περιμένοντας ιατρική εκκένωση από την έναρξη του πολέμου. Ο Οργανισμός έχει καλέσει περισσότερες χώρες να δεχθούν Παλαιστίνιους ασθενείς από τη Γάζα. Παρότι πάνω από 20 χώρες έχουν ανταποκριθεί, μόνο λίγες έχουν δεχθεί σημαντικό αριθμό ασθενών.
Ο Πίπερκορν επεσήμανε ότι μόνο ένα μικρό μέρος του συστήματος υγείας της Γάζας παραμένει σε λειτουργία, καθώς μόλις 14 από τα 36 νοσοκομεία λειτουργούν έστω και μερικώς για έναν πληθυσμό που ξεπερνά τα δύο εκατομμύρια.








