Για χρόνια, ο δείκτης μάζας σώματος (βάρος/ύψος²) χρησιμοποιείται για να υπολογιστή εάν ένας ασθενής είναι ελλιποβαρής, υπέρβαρος, παχύσαρκος ή φυσιολογικού βάρους. Καθώς αρκετές μορφές καρκίνου σχετίζονται με το υπερβολικό βάρος, οι γιατροί συχνά βασίζονταν εν μέρει στο δείκτη μάζα σώματος, ώστε να υπολογίσουν τον κίνδυνο.
Γιατί το υπερβολικό λίπος αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου
Σύμφωνα με το National Cancer Institute, το υπερβολικό βάρος αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου μέσω διαφόρων μηχανισμών:
- Ο λιπώδης ιστός παράγει οιστρογόνα, που σε υψηλά επίπεδα συνδέονται με αρκετές μορφές καρκίνου.
- Η παχυσαρκία συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης, τα οποία σχετίζονται με τον καρκίνο.
- Η χρόνια φλεγμονή, που είναι συχνή σε άτομα με παχυσαρκία, ευνοεί την ανάπτυξη όγκων.
- Τα λιποκύτταρα παράγουν ορμόνες (αδιποκίνες) που μπορούν να διεγείρουν την κυτταρική ανάπτυξη.
Η απώλεια βάρους μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου. Σε μια μελέτη με σχεδόν 60.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, όσες έχασαν τουλάχιστον 5% του σωματικού τους βάρους είχαν μικρότερο κίνδυνο για καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Πώς η κατανομή λίπους επηρεάζει τον κίνδυνο του καρκίνου
Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of the National Cancer Institute, προτείνει ότι ο δείκτης μάζας σώματος δεν είναι αρκετά ακριβής, τονίζοντας ότι η κατανομή του λίπους στο σώματος μπορεί να παίξει επίσης καίριο ρόλο όσον αφορά τον κίνδυνο εμφάνισης διάφορων μορφών καρκίνου.
Ειδικότερα, οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στο λίπος σε πέντε διαφορετικά σημεία του σώματος (στην κοιλιά, γύρω από τα όργανα (σπλαχνικό λίπος), στους γλουτούς και τους μηρούς, στο ήπαρ και στο πάγκρεας) και τον κίνδυνο για 12 καρκίνους που συνδέονται με την παχυσαρκία.
Το κοιλιακό λίπος συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο για τρεις μορφές καρκίνου, ενώ το λίπος στους γλουτούς και στους μηρούς φάνηκε να μειώνει τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και μηνιγγίωμα, έναν καλοήθη όγκο του εγκεφάλου.
Ο Daniel Landau, ογκολόγος και αιματολόγος, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε στο Medical News Today:
«Δεν έχει σημασία μόνο αν υπάρχει παχυσαρκία, αλλά και πού εντοπίζεται το λίπος. Και άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι η κεντρική παχυσαρκία είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για διαβήτη, καρδιοπάθειες και καρκίνο. Πιστεύεται ότι η κοιλιακή παχυσαρκία συνδέεται με χειρότερες διατροφικές συνήθειες και υψηλότερα επίπεδα φλεγμονής, που ευνοούν την ανάπτυξη καρκίνου».
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Το κοιλιακό λίπος είχε τη μεγαλύτερη επίδραση, αυξάνοντας τον κίνδυνο για καρκίνο του ενδομητρίου, του οισοφάγου και του ήπατος. Εντυπωσιακό είναι ότι φάνηκε να μειώνει τον κίνδυνο για ορισμένες μορφές καρκίνου του μαστού. Εκτός από το κοιλιακό λίπος, το λίπος στο ήπαρ και το σπλαχνικό λίπος αύξησαν τον κίνδυνο για καρκίνο του ήπατος, ενώ το λίπος στους γλουτούς και τους μηρούς μείωσε τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και μηνιγγίωμα.
Ο Bilchik τόνισε ότι το εύρημα για τη μείωση του κινδύνου καρκίνου του μαστού από το λίπος στους γλουτούς και τους μηρούς ήταν απρόσμενο και ενδιαφέρον, καθώς «υποδηλώνει ότι αυτά τα κύτταρα μπορεί να έχουν αντικαρκινική δράση μέσω ορμονών όπως τα οιστρογόνα».
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι, σε αντίθεση με τα καρδιαγγειακά νοσήματα όπου η σχέση με την κατανομή του λίπους είναι πιο ξεκάθαρη, στον καρκίνο τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο λίπους και τον τύπο καρκίνου.
Τι σημαίνουν τα ευρήματα για την πρόληψη του καρκίνου
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι η σχέση ανάμεσα στην κατανομή του λίπους και τον καρκίνο είναι πολύπλοκη και ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες. Ωστόσο, τόνισαν ότι η αξιολόγηση των αλλαγών στην κατανομή του λίπους μπορεί να παίξει ρόλο στη μελλοντική πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Όπως είπε ο Bilchik:
«Η μελέτη αυτή είναι σημαντική γιατί είναι από τις πρώτες που δείχνουν ότι το σημείο όπου αποθηκεύεται το λίπος σχετίζεται με διαφορετικούς καρκίνους. Αυτό σημαίνει ότι ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία η μείωση του λίπους σε συγκεκριμένες περιοχές του σώματος παρά η απώλεια βάρους συνολικά».