Οι αγωνιστές υποδοχέων GLP-1, όπως είναι το Ozempic, το Wegovy και το Mounjaro, αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για άτομα με διαβήτη, καθώς βοηθούν στη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα και στη μείωση του βάρους, μειώνοντας έτσι τις επιπλοκές της νόσου. Δεν έχουν όμως όλοι το ίδιο όφελος. Στην Ιαπωνία, επιστήμονες παρακολούθησαν 92 άτομα με διαβήτη κατά τον πρώτο χρόνο λήψης GLP-1 και διαπίστωσαν ότι οι λόγοι για τους οποίους τρώει κανείς υπερβολικά επηρεάζουν την επιτυχία της θεραπείας.
Όσοι έτρωγαν παρακινούμενοι από εξωτερικά ερεθίσματα, όπως η μυρωδιά ή η όψη ενός ελκυστικού φαγητού, είχαν καλύτερη ανταπόκριση μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, όσοι έτρωγαν κυρίως για να διαχειριστούν αρνητικά συναισθήματα, είχαν χειρότερα αποτελέσματα.
«Η εκτίμηση των διατροφικών συνηθειών πριν από την έναρξη της θεραπείας μπορεί να μας δείξει ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από τους αγωνιστές υποδοχέων GLP-1», τόνισε ο καθηγητής Daisuke Yabe από το Πανεπιστήμιο του Κιότο, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Clinical Diabetes and Healthcare.
Ozempic: Ο ρόλος της διατροφικής συμπεριφοράς στο αδυνάτισμα
Τα φάρμακα GLP-1 μειώνουν τη γλυκόζη με πολλούς μηχανισμούς, μεταξύ άλλων ενισχύοντας την παραγωγή ινσουλίνης, ενώ ταυτόχρονα περιορίζουν την όρεξη. Ωστόσο, δεν χάνουν όλοι βάρος με τη χρήση τους.
Για να καταλάβουν το γιατί, οι ερευνητές εστίασαν στη σχέση των συμμετεχόντων με το φαγητό. Σε τρία χρονικά σημεία (στην αρχή, στους τρεις και στους 12 μήνες) κατέγραψαν βάρος, ποσοστά λίπους και μυϊκής μάζας, διατροφή, επίπεδα γλυκόζης και χοληστερίνης, καθώς και τις διατροφικές συμπεριφορές τους.
Οι ερευνητές εξέτασαν τρεις βασικούς τύπους συμπεριφοράς που σχετίζονται με την αύξηση βάρους:
- συναισθηματική υπερφαγία, όταν κάποιος τρώει για να αντιμετωπίσει αρνητικά συναισθήματα,
- εξωτερική υπερφαγία, όταν το φαγητό φαίνεται δελεαστικό και όχι επειδή υπάρχει πείνα,
- ελεγχόμενη διατροφή, όταν κάποιος περιορίζει συνειδητά την πρόσληψη τροφής για να χάσει βάρος.
Η ελεγχόμενη διατροφή σε μέτρο μπορεί να βοηθήσει, αλλά σε υπερβολικό βαθμό ενδέχεται να οδηγήσει σε διαταραγμένες διατροφικές συμπεριφορές.
Ασθενείς με συναισθηματική υπερφαγία επανήλθαν στα αρχικά επίπεδα μετά από 1 χρόνο
Σε γενικές γραμμές, μέσα σε έναν χρόνο οι συμμετέχοντες έχασαν βάρος, μείωσαν το ποσοστό λίπους και τη χοληστερίνη τους, ενώ η μυϊκή μάζα παρέμεινε σταθερή. Η γλυκόζη επίσης βελτιώθηκε, αν και όχι σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
Στους τρεις μήνες φάνηκε μια αύξηση στην ελεγχόμενη διατροφή και μείωση στη συναισθηματική και εξωτερική υπερφαγία. Στους 12 μήνες, όμως, η συναισθηματική και η ελεγχόμενη υπερφαγία επανήλθαν στα αρχικά επίπεδα.
«Η συναισθηματική υπερφαγία επηρεάζεται πιο έντονα από ψυχολογικούς παράγοντες που δεν καλύπτονται από τη φαρμακευτική αγωγή», εξήγησε ο Dr Takehiro Kato από το Πανεπιστήμιο της Γκίφου, δεύτερος συγγραφέας της μελέτης. «Γι’ αυτό άτομα με έντονη τάση προς συναισθηματική υπερφαγία ίσως χρειάζονται πρόσθετη ψυχολογική ή συμπεριφορική υποστήριξη».
Οι ερευνητές δεν βρήκαν συσχέτιση ανάμεσα στη συναισθηματική ή ελεγχόμενη υπερφαγία στην αρχή της θεραπείας και στο τελικό όφελος. Αντίθετα, όσοι είχαν υψηλά επίπεδα εξωτερικής υπερφαγίας στην αρχή είχαν και τα καλύτερα αποτελέσματα σε απώλεια βάρους και ρύθμιση γλυκόζης, με τη μείωση αυτής της συμπεριφοράς να διατηρείται για όλο το έτος.
Οι επιστήμονες σημειώνουν πάντως ότι πρόκειται για παρατηρητική μελέτη με αυτοαναφερόμενα δεδομένα, κάτι που δεν επιτρέπει να αποδειχθεί αιτιότητα. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες μπορεί να ήταν ιδιαίτερα αποφασισμένοι να βελτιώσουν την υγεία τους, κάτι που ίσως συνέβαλε στα αποτελέσματα.
«Η μελέτη μας δείχνει μια πιθανή σχέση ανάμεσα στην εξωτερική υπερφαγία και την ανταπόκριση στη θεραπεία με αγωνιστές GLP-1, αλλά τα δεδομένα είναι ακόμη προκαταρκτικά», υπογράμμισε ο Yabe. «Αν επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες και τυχαιοποιημένες μελέτες, τότε απλές συμπεριφορικές αξιολογήσεις θα μπορούσαν να γίνουν σημαντικό εργαλείο στη βελτίωση της θεραπευτικής στρατηγικής».